- οπλοποιείο
- τοεργαστήρι ή εργοστάσιο κατασκευής όπλων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οπλοποιείο — το [οπλοποιός] εργοστάσιο κατασκευής ή επισκευής όπλων … Dictionary of Greek